- στρουθομήτωρ
- και στρουθιομήτωρ, -ορος, ἡ, Μη μητέρα τών πουλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός / στρουθίον + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο-μήτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρουθιομήτωρ — ορος, ἡ, Μ βλ. στρουθομήτωρ … Dictionary of Greek